κουρρώ

κουρρώ
μετατοπίζοντας κάτι τό κάνω να κυλήσει πάνω σε επικλινή επιφάνεια, κάνω κάτι να κατρακυλήσει σε πλαγιά («κουρρεί τις πέτρες απ' το βουνό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. curro «τρέχω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”